- γοητευτικός
- -ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) [γοητεύω]νεοελλ.αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικόςαρχ.ο γοητευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοητευτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικός — ή, ό επίρρ. ά ελκυστικός, σαγηνευτικός: Μου έριξε ένα γοητευτικό βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοητευτικά — γοητευτικός neut nom/voc/acc pl γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc/acc dual γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῶν — γοητευτικός fem gen pl γοητευτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαῖς — γοητευτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαί — γοητευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικοῖς — γοητευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῇ — γοητευτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτική — γοητευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικήν — γοητευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)